αδιάβρωτος

αδιάβρωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει διάβρωση: Στο σημείο εκείνο το έδαφος είχε μείνει αδιάβρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιάβρωτος — η, ο [διαβρώνω, διαβιβρώσκω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάβρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”